κόμησσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κόμησσα οι κόμησσες
      γενική της κόμησσας των κομησσών
    αιτιατική την κόμησσα τις κόμησσες
     κλητική κόμησσα κόμησσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κόμησσα < θηλυκό του κόμης

Ουσιαστικό

κόμησσα θηλυκό

 δείτε τη λέξη  κόμισσα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.