κόλος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / κόλος τὸ κόλον
      γενική τοῦ/τῆς κόλου τοῦ κόλου
      δοτική τῷ/τῇ κόλ τῷ κόλ
    αιτιατική τὸν/τὴν κόλον τὸ κόλον
     κλητική ! κόλε κόλον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ κόλοι τὰ κόλ
      γενική τῶν κόλων τῶν κόλων
      δοτική τοῖς/ταῖς κόλοις τοῖς κόλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς κόλους τὰ κόλ
     κλητική ! κόλοι κόλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κόλω τὼ κόλω
      γεν-δοτ τοῖν κόλοιν τοῖν κόλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κόλος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

κόλος, -ος, -ον

  1. κομμένος στην άκρη, κολοβός
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 117 τὸ μὲν Τελαμώνιος Αἴας πῆλ' αὔτως ἐν χειρὶ κόλον δόρυ
    Αυτό έτσι, ο Αίας κολοβό το σούσε μες στη χούφτα (μετάφραση: Αλέξανδρος Πάλλης)
  2. είδος κατσίκας χωρίς κέρατα
  3. που έχει διακοπεί
    κόλος μάχη (ονομασία της ραψωδίας Θ της Ιλιάδας)
     δείτε και τη λέξη κολοβομάχη

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.