κωμάζω
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
κωμάζω
<
κῶμος
+
-άζω
Ρήμα
κωμάζω
ευθυμώ
,
διασκεδάζω
,
ξεφαντώνω
πορεύομαι
σε
εορταστική
πομπή
τραγουδώ
,
εξυμνώ
άδω
αισχρούς
στίχους
ή
φέρομαι
χυδαία
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.