κωμάζω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κωμάζω < κῶμος + -άζω

Ρήμα

κωμάζω

  1. ευθυμώ, διασκεδάζω, ξεφαντώνω
  2. πορεύομαι σε εορταστική πομπή
  3. τραγουδώ, εξυμνώ
  4. άδω αισχρούς στίχους ή φέρομαι χυδαία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.