κυρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κυρός | οι | κυροί |
| γενική | του | κυρού | των | κυρών |
| αιτιατική | τον | κυρό | τους | κυρούς |
| κλητική | κυρέ | κυροί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κυρός < μεσαιωνική ελληνική παραφθορά του κύριος
Ουσιαστικό
κυρός αρσενικό
Μεταφράσεις
κυρός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.