κυπαρισσόξυλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κυπαρισσόξυλο | τα | κυπαρισσόξυλα |
| γενική | του | κυπαρισσόξυλου | των | κυπαρισσόξυλων |
| αιτιατική | το | κυπαρισσόξυλο | τα | κυπαρισσόξυλα |
| κλητική | κυπαρισσόξυλο | κυπαρισσόξυλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
_4_(24518375307).jpg.webp)
κυπαρισσόξυλο
Μεταφράσεις
κυπαρισσόξυλο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.