κυβίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κυβίζω < ελληνιστική κοινή κυβίζω < αρχαία ελληνική κύβος
Συγγενικά
- κύβιση
- κυβισμένος
- → δείτε τη λέξη κύβος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κυβίζω | κύβιζα | θα κυβίζω | να κυβίζω | κυβίζοντας | |
| β' ενικ. | κυβίζεις | κύβιζες | θα κυβίζεις | να κυβίζεις | κύβιζε | |
| γ' ενικ. | κυβίζει | κύβιζε | θα κυβίζει | να κυβίζει | ||
| α' πληθ. | κυβίζουμε | κυβίζαμε | θα κυβίζουμε | να κυβίζουμε | ||
| β' πληθ. | κυβίζετε | κυβίζατε | θα κυβίζετε | να κυβίζετε | κυβίζετε | |
| γ' πληθ. | κυβίζουν(ε) | κύβιζαν κυβίζαν(ε) |
θα κυβίζουν(ε) | να κυβίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κύβισα | θα κυβίσω | να κυβίσω | κυβίσει | ||
| β' ενικ. | κύβισες | θα κυβίσεις | να κυβίσεις | κύβισε | ||
| γ' ενικ. | κύβισε | θα κυβίσει | να κυβίσει | |||
| α' πληθ. | κυβίσαμε | θα κυβίσουμε | να κυβίσουμε | |||
| β' πληθ. | κυβίσατε | θα κυβίσετε | να κυβίσετε | κυβίστε | ||
| γ' πληθ. | κύβισαν κυβίσαν(ε) |
θα κυβίσουν(ε) | να κυβίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κυβίσει | είχα κυβίσει | θα έχω κυβίσει | να έχω κυβίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κυβίσει | είχες κυβίσει | θα έχεις κυβίσει | να έχεις κυβίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κυβίσει | είχε κυβίσει | θα έχει κυβίσει | να έχει κυβίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κυβίσει | είχαμε κυβίσει | θα έχουμε κυβίσει | να έχουμε κυβίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κυβίσει | είχατε κυβίσει | θα έχετε κυβίσει | να έχετε κυβίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κυβίσει | είχαν κυβίσει | θα έχουν κυβίσει | να έχουν κυβίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.