κτηνάνθρωπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κτηνάνθρωπος οι κτηνάνθρωποι
      γενική του κτηνάνθρωπου
& κτηνανθρώπου
των κτηνάνθρωπων
& κτηνανθρώπων
    αιτιατική τον κτηνάνθρωπο τους κτηνάνθρωπους
& κτηνανθρώπους
     κλητική κτηνάνθρωπε κτηνάνθρωποι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κτηνάνθρωπος < κτήνος + άνθρωπος

Ουσιαστικό

κτηνάνθρωπος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.