κτέανον

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κτέανον < από τον ιωνικό τύπο κτέομαι ( > αττικός τύπος κτάομαι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tek-

Ουσιαστικό

κτέανον ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.