κρυψι-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κρυψι- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κρυψι- < (κρύπτω) κρυψ- + -ι-
Πρόθημα
κρυψι-, κρυψί- (και κρυψ-, κρύψ- πριν από φωνήεν)
- πρώτο ρηματικό συνθετικό σε επιστημονικά ή λόγια σύνθετα με τη σημασία «κρύβω, κρατάω κρυφό»
- κρυψιγόνος
- κρυψίνους
- κρυψορχιδία
- κρύψορχις
- Εναλάσσεται με τη μορφή κρυπτο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα κρυπτο- στο Βικιλεξικό
Σύνθετα
- Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που αρχίζουν με «κρυψι-» (νέα ελληνικά)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πρόθημα
κρυψι-, κρυψί- (και κρυψ-, κρύψ- πριν από φωνήεν)
- κρυπτο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα κρυπτο- στο Βικιλεξικό
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα κρυψι- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα κρυψί- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα κρυψ- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα κρύψ- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις κρυψί- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
- Λέξεις κρυψ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.