κρουστάλλιασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κρουστάλλιασμα | τα | κρουσταλλιάσματα |
| γενική | του | κρουσταλλιάσματος | των | κρουσταλλιασμάτων |
| αιτιατική | το | κρουστάλλιασμα | τα | κρουσταλλιάσματα |
| κλητική | κρουστάλλιασμα | κρουσταλλιάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κρουστάλλιασμα < μετατροπή από "υ" σε "ου" του κρυστάλλιασμα
Ουσιαστικό
κρουστάλλιασμα ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του κρυστάλλιασμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κρουστάλλιασμα
|
→ δείτε τη λέξη κρυστάλλιασμα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.