κροκί

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /kɾoˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κροκί

Ετυμολογία 1

κροκί < (άμεσο δάνειο) γαλλική croquis

Ουσιαστικό

κροκί ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

κροκί < κρόκ(ος) +

Επίθετο

κροκί άκλιτο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.