κρεουργός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / κρεουργός τὸ κρεουργόν
      γενική τοῦ/τῆς κρεουργοῦ τοῦ κρεουργοῦ
      δοτική τῷ/τῇ κρεουργ τῷ κρεουργ
    αιτιατική τὸν/τὴν κρεουργόν τὸ κρεουργόν
     κλητική ! κρεουργέ κρεουργόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ κρεουργοί τὰ κρεουργᾰ́
      γενική τῶν κρεουργῶν τῶν κρεουργῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς κρεουργοῖς τοῖς κρεουργοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς κρεουργούς τὰ κρεουργᾰ́
     κλητική ! κρεουργοί κρεουργᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κρεουργώ τὼ κρεουργώ
      γεν-δοτ τοῖν κρεουργοῖν τοῖν κρεουργοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κρεουργός < κρέας κρε- + -ουργός ἔργον

Επίθετο

κρεουργός, -ός, -όν

  1. αυτός που κόβει κρέας
  2. (το αρσενικό ως ουσιαστικό, επάγγελμα) ο κρεοπώλης

Εκφράσεις

  • κρεουργόν ἦμαρ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.