κρεαταγορά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρεαταγορά οι κρεαταγορές
      γενική της κρεαταγοράς των κρεαταγορών
    αιτιατική την κρεαταγορά τις κρεαταγορές
     κλητική κρεαταγορά κρεαταγορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρεαταγορά < κρέας (κρέατος) + αγορά

Ουσιαστικό

κρεαταγορά θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.