κρασοστάφυλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρασοστάφυλο τα κρασοστάφυλα
      γενική του κρασοστάφυλου των κρασοστάφυλων
    αιτιατική το κρασοστάφυλο τα κρασοστάφυλα
     κλητική κρασοστάφυλο κρασοστάφυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρασοστάφυλο < κρασί + σταφύλι

Ουσιαστικό

κρασοστάφυλο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.