κοψοχέρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κοψοχέρα | οι | κοψοχέρες |
| γενική | της | κοψοχέρας | — | |
| αιτιατική | την | κοψοχέρα | τις | κοψοχέρες |
| κλητική | κοψοχέρα | κοψοχέρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
κοψοχέρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.