κουφολογία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κουφολογί αἱ κουφολογίαι
      γενική τῆς κουφολογίᾱς τῶν κουφολογιῶν
      δοτική τῇ κουφολογί ταῖς κουφολογίαις
    αιτιατική τὴν κουφολογίᾱν τὰς κουφολογίᾱς
     κλητική ! κουφολογί κουφολογίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κουφολογί
γεν-δοτ τοῖν  κουφολογίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουφολογία < κουφλόγ(ος) + -ία < κουφολογέω. Μορφολογικά, κοῦφ(ος) (άδειος, κενός) + -ο- + -λογία

Ουσιαστικό

κουφολογία θηλυκό

Συγγενικά

  • κουφολογέω
  • κουφολόγος

 και δείτε τη λέξη κοῦφος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.