κουτόλογα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | κουτόλογα | ||
| γενική | των | κουτόλογων | ||
| αιτιατική | τα | κουτόλογα | ||
| κλητική | κουτόλογα | |||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
κουτόλογα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ιδιωματικό, ιδίως της Κέρκυρας) ανόητα λόγια, που δεν στέκουν· ασυναρτησίες, κουταμάρες, χαζομάρες
- ※ —Έχομε ακουστά πως εύρηκε θησαυρόν, εκεί πέρα στο Γαρδίκι, εις το παλιόκαστρο […]. —Κουτόλογα του κόσμου –εξακολούθησε ο Χαράλαμπος
- Ιάκωβος Πολυλάς, «Η συγχώρεσις», περ. Εστία, έτ. ΙΖ΄, τχ. 17 (1892), σ. 262. Στην Ψηφιακή Συλλογή Πλειάς της Βιβλιοθήκης & Κέντρου Πληροφόρησης του Πανεπιστημίου Πατρών· πρόσβαση: 2021-08-09.
- ※ —Έχομε ακουστά πως εύρηκε θησαυρόν, εκεί πέρα στο Γαρδίκι, εις το παλιόκαστρο […]. —Κουτόλογα του κόσμου –εξακολούθησε ο Χαράλαμπος
Μεταφράσεις
κουτόλογα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.