κουτοπονηρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουτοπονηρία οι κουτοπονηρίες
      γενική της κουτοπονηρίας των κουτοπονηριών
    αιτιατική την κουτοπονηρία τις κουτοπονηρίες
     κλητική κουτοπονηρία κουτοπονηρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουτοπονηρία < κουτοπόνηρος + -ία

Ουσιαστικό

κουτοπονηρία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.