κουνάδι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουνάδι τα κουνάδια
      γενική του κουναδιού των κουναδιών
    αιτιατική το κουνάδι τα κουνάδια
     κλητική κουνάδι κουνάδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουνάδι < μεσαιωνική ελληνική κουνάδι < μεσαιωνική ελληνική κουνάδι < σλαβικής προέλευσης куна (kǔːna) < πρωτοσλαβική *kuna (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Προφορά

ΔΦΑ : /kuˈna.ði/

Ουσιαστικό

κουνάδι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.