κόβαλος

Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.



Αρχαία ελληνικά (grc)

το μαλακόστρακο ονίσκος (kobalos} που μπροστά στο παραμικρό κίνδυνο γίνεται σβώλος
Το Γκόλουμ, ως ο κινηματογραφικός χαρακτήρας στην τριλογία «Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών»

Ετυμολογία

κόβαλος < [αβέβ. ετυμολογ.]· ίσως ξένη λέξη

Ουσιαστικό

κόβαλος αρσενικό, κρυψίνους

ο αναίσχυντος, ο πανούργος

  • μυθολ., συνοδοί του Διονύσου που φοβέριζαν τους ανθρώπους πρβ σήμερα γκόλουμ από τη κινηματογραφική ταινία «ο άρχοντας των δαχτυλιδιών».

Παράγωγα

  • κοβαλεύω (εξαπατώ με κολακείες}
  • κοβαλεία
  • κοβαλίκευμα
  • κουβαλάω

  • κουβάριον ή κωβάριον το κολεόπτερο και το μαλακοκέλυφο σκανθάρι που ζει σε σκιερά μέρη και ξυλώδη σάπια υλικά.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.