κοπτήρ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κοπτήρ < αρχαία ελληνική κόπ(τω) + -τήρ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική incisive[1] [2] ή από τη γερμανική Schneidezahn[1] [2])
Υπερώνυμα
Μεταφράσεις
κοπτήρ
|
Αναφορές
- κοπτήρ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- κοπτήρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.