κοντραμπασίστας

Νέα ελληνικά (el)

κοντραμπασίστας σε εκκλησία στη Σουηδία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοντραμπασίστας οι κοντραμπασίστες
      γενική του κοντραμπασίστα των κοντραμπασιστών
    αιτιατική τον κοντραμπασίστα τους κοντραμπασίστες
     κλητική κοντραμπασίστα κοντραμπασίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοντραμπασίστας < κοντραμπάσο

Ουσιαστικό

κοντραμπασίστας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.