κοντούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοντούλα οι κοντούλες
      γενική της κοντούλας
    αιτιατική την κοντούλα τις κοντούλες
     κλητική κοντούλα κοντούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοντούλα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κοντούλα θηλυκό

  • ονομασία διαφόρων ποικιλιών αχλαδιάς που παράγουν σχετικά κοντά φρούτα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κοντούλα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.