κονσομασιόν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κονσομασιόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική consommation[1] < λατινικά consummatio < consummatus + -io < consummo < con + summo

Ουσιαστικό

κονσομασιόν θηλυκό ή ουδέτερο άκλιτο (γαλλισμός)

  1. (κυριολεκτικά) η κατανάλωση προϊόντων
  2. (μεταφορικά) το να κρατάει κάποιος ή κάποια επί πληρωμή συντροφιά σε νυχτερινό κέντρο
    Για το επόμενο τετράμηνο, έξι βράδια τη βδομάδα εκτός Κυριακής, χρησιμοποιούσε το σώμα της ως εργαλείο και με τις δύο ιδιότητές της: τόσο ως κοινωνική ανθρωπολόγος που εξερευνά την πολιτισμική πρακτική της κονσομασιόν, όσο και σαν κονσοματρίς, η αξία της οποίας μετριέται από την ποσότητα των κερασμένων ποτών που αποσπά ως θηλυκό από τους άντρες-πελάτες. (Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 14/2/2010)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.