κονσοματέρ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
κονσοματέρ αρσενικό άκλιτο (θηλυκό: κονσοματρίς)
- (γαλλισμός, επάγγελμα) άνδρας που επί πληρωμή κρατά συντροφιά σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης
- ※ Γυναίκες κερνούν σαμπάνια έναν κονσοματέρ σε κλαμπ γνωριμιών τού Τόκιο. (Εφημερίδα Τα Νέα, 16/4/2005)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κονσοματέρ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.