κονβόι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κονβόι < (άμεσο δάνειο) αγγλική convoy < παλαιά γαλλική convoier / conveier < δημώδης λατινική convio < con- + via

Ουσιαστικό

κονβόι ουδέτερο άκλιτο

  1. η ομάδα οχημάτων που μετακινούνται ή ταξιδεύουν μαζί
    η  συνώνυμα: αυτοκινητοπομπή, φάλαγγα
  2. η νηοπομπή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.