κομφορμίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κομφορμίστρια | οι | κομφορμίστριες |
| γενική | της | κομφορμίστριας | των | κομφορμιστριών |
| αιτιατική | την | κομφορμίστρια | τις | κομφορμίστριες |
| κλητική | κομφορμίστρια | κομφορμίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κομφορμίστρια < κομφορμιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Μεταφράσεις
κομφορμίστρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.