κολυμβίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κολυμβίς αἱ κολυμβίδες
      γενική τῆς κολυμβίδος τῶν κολυμβίδων
      δοτική τῇ κολυμβίδ ταῖς κολυμβίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κολυμβίδ τὰς κολυμβίδᾰς
     κλητική ! κολυμβίς* κολυμβίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κολυμβίδε
γεν-δοτ τοῖν  κολυμβίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κολυμβίς < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κολυμβίς, -ίδος θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.