κολεχτιβοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κολεχτιβοποίηση οι κολεχτιβοποιήσεις
      γενική της κολεχτιβοποίησης των κολεχτιβοποιήσεων
    αιτιατική την κολεχτιβοποίηση τις κολεχτιβοποιήσεις
     κλητική κολεχτιβοποίηση κολεχτιβοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κολεχτιβοποίηση < κολεχτιβο(ποιώ) + -ποίηση

Ουσιαστικό

κολεχτιβοποίηση θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.