κοκκύμηλον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κοκκύμηλον τὰ κοκκύμηλ
      γενική τοῦ κοκκυμήλου τῶν κοκκυμήλων
      δοτική τῷ κοκκυμήλ τοῖς κοκκυμήλοις
    αιτιατική τὸ κοκκύμηλον τὰ κοκκύμηλ
     κλητική ! κοκκύμηλον κοκκύμηλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κοκκυμήλω
γεν-δοτ τοῖν  κοκκυμήλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοκκύμηλον < κόκκυξ + μῆλον

Ουσιαστικό

κοκκύμηλον ουδέτερο

Παράγωγα

  • κοκκυμηλέα
  • κοκκύμηλος
  • κοκκυμηλών

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.