κλάστης

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κλάστης οἱ κλάσται
      γενική τοῦ κλάστου τῶν κλαστῶν
      δοτική τῷ κλάστ τοῖς κλάσταις
    αιτιατική τὸν κλάστην τοὺς κλάστᾱς
     κλητική ! κλάστ κλάσται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κλάστ
γεν-δοτ τοῖν  κλάσταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλάστης (ελληνιστική κοινή) < κλάω

Ουσιαστικό

κλάστης, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.