κεχηνότως

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κεχηνότως < κεχηνώς < μετοχή ενεργητικού παρακειμένου (κέχηνᾰ) του ρήματος χάσκω (χασμουριέμαι, μένω με το στόμα ανοιχτό)

Επίρρημα

κεχηνότως

  • έχοντας ανοίξει το στόμα διάπλατα από επιθυμίας ή θαυμασμού, μ᾿ ανοιχτό το στόμα, χάσκοντας

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.