κεφαλάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κεφαλάκι | τα | κεφαλάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | κεφαλάκι | τα | κεφαλάκια |
| κλητική | κεφαλάκι | κεφαλάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κεφαλάκι < υποκοριστικό του κεφάλι
Ουσιαστικό
κεφαλάκι ουδέτερο
- μικρό κεφάλι
- ψημένο ή άψητο κεφάλι αρνιού ή κατσικιού
Μεταφράσεις
κεφαλάκι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.