κεντροθολίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κεντροθολίτης οι κεντροθολίτες
      γενική του κεντροθολίτη των κεντροθολιτών
    αιτιατική τον κεντροθολίτη τους κεντροθολίτες
     κλητική κεντροθολίτη κεντροθολίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

/?/

Ετυμολογία el

κεντροθολίτης < κεντρο- + θολίτης


Ουσιαστικό

ο κεντροθολίτης (el) αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.