καύχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το καύχος
      γενική
    αιτιατική το καύχος
     κλητική καύχος
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καύχος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καῦχος (σημασία: καύχηση) [1] , καυχῶμαι / καυχοῦμαι (καυχιέμαι)

Ουσιαστικό

καύχος ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. «καῦχος» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.