καψουροτράγουδο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καψουροτράγουδο τα καψουροτράγουδα
      γενική του καψουροτράγουδου των καψουροτράγουδων
    αιτιατική το καψουροτράγουδο τα καψουροτράγουδα
     κλητική καψουροτράγουδο καψουροτράγουδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καψουροτράγουδο < καψούρ(α) + -ο- + τραγούδ(ι) + -ο

Ουσιαστικό

καψουροτράγουδο ουδέτερο

  • τραγούδι με στίχους που προκαλούν ερωτική επιθυμία ή πάθος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.