καχλάζω
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
καχλάζω
< ίσως ηχο
μιμητικά
ίσως από το
χλάδω
ή από τη μετοχή του
χλάδω
, την
κεχλαδώς
Ρήμα
καχλάζω
(και
κοχλάζω
και
καχλαίνω
)
παφλάζω
, κάνω ήχο παρόμοιο με τον
παφλασμό
των κυμάτων
ἅσυχα
καχλάζοντος
αἰγιαλοῖο
κάνω
αφρό
,
φουσκαλιάζω
,
βράζω
, δημιουργώ
φυσαλίδες
κῦμα... πέριξ ἀφρὸν πολὺν
καχλάζον
: το αφρισμένο κύμα
κοχλάζω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.