καχλάζω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

καχλάζω < ίσως ηχο μιμητικά ίσως από το χλάδω ή από τη μετοχή του χλάδω, την κεχλαδώς

Ρήμα

καχλάζω (και κοχλάζω και καχλαίνω)

  1. παφλάζω, κάνω ήχο παρόμοιο με τον παφλασμό των κυμάτων
    ἅσυχα καχλάζοντος αἰγιαλοῖο
  2. κάνω αφρό, φουσκαλιάζω, βράζω, δημιουργώ φυσαλίδες
    κῦμα... πέριξ ἀφρὸν πολὺν καχλάζον : το αφρισμένο κύμα
  3. κοχλάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.