χλάδω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
χλάδω
- ηχώ, αντηχώ,ρήμα που εικάζεται ότι υπήρξε, επειδή απαντά ο παρακείμενος του κέχλαδα και η μετοχή κεχλαδώς <απ΄όπου δημιουργήθηκε το καχλάζω (κοχλάζω), ίσως και ηχομιμητικά>
- βγάζω κραυγές χαράς
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.