χλάδω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρήμα

χλάδω

  1. ηχώ, αντηχώ,ρήμα που εικάζεται ότι υπήρξε, επειδή απαντά ο παρακείμενος του κέχλαδα και η μετοχή κεχλαδώς <απ΄όπου δημιουργήθηκε το καχλάζω (κοχλάζω), ίσως και ηχομιμητικά>
  2. βγάζω κραυγές χαράς

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.