φουσκαλιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φουσκαλιάζω < φουσκάλ(α) + -ιάζω

Ρήμα

φουσκαλιάζω

  • γεμίζω φουσκάλες, φλύκταινες
    Έκατσα πολλή ώρα στον ήλιο και φουσκάλιασα

Παράγωγα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.