κατασχέτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κατασχέτης | οι | κατασχέτες |
| γενική | του | κατασχέτη | των | κατασχετών |
| αιτιατική | τον | κατασχέτη | τους | κατασχέτες |
| κλητική | κατασχέτη | κατασχέτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατασχέτης < κατάσχω
Μεταφράσεις
κατασχέτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.