καταστροφολογώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταστροφολογώ < καταστροφ(ή) + -ο- + -λογώ

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ta.stɾo.fo.loˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καταστροφολογώ

Ρήμα

καταστροφολογώ

  • (νεολογισμός) μιλάω κάνοντας υπερβολικά απαισιόδοξες προβλέψεις που περιλαμβάνουν καταστροφικές συνέπειες
      Κοροναϊός: Σάλος με τον βρετανό υπουργό Υγείας να καταστροφολογεί για τη μετάλλαξη (*, Τα Νέα, 22 Ιανουυαρίου 2021)

Κλίση

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. καταστροφολογώ καταστροφολογούσα θα καταστροφολογώ να καταστροφολογώ καταστροφολογώντας
β' ενικ. καταστροφολογείς καταστροφολογούσες θα καταστροφολογείς να καταστροφολογείς (καταστροφολόγει)
γ' ενικ. καταστροφολογεί καταστροφολογούσε θα καταστροφολογεί να καταστροφολογεί
α' πληθ. καταστροφολογούμε καταστροφολογούσαμε θα καταστροφολογούμε να καταστροφολογούμε
β' πληθ. καταστροφολογείτε καταστροφολογούσατε θα καταστροφολογείτε να καταστροφολογείτε καταστροφολογείτε
γ' πληθ. καταστροφολογούν(ε) καταστροφολογούσαν(ε) θα καταστροφολογούν(ε) να καταστροφολογούν(ε)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 11068027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.