καταπάνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καταπάνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καταπάνω[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.taˈpa.no/
Αναφορές
- καταπάνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.