κατανεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κατανεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατανεύω < κατα- + νεύω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.taˈne vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐νεύ‐ω
Ρήμα
κατανεύω, αόρ.: κατένευσα/κατάνευσα (χωρίς παθητική φωνή)
- (λόγιο) συναινώ / συγκατατίθεμαι γνέφοντας με το κεφάλι μου προς τα κάτω
Συγγενικά
- κατάνευση
- συγκατάνευση
- συγκατανεύω
- → δείτε τις λέξεις κατά και νεύω
Κλίση
Αόριστος κατάνευσα, και λόγιος, με αύξηση: κατένευσα
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κατανεύω | κατάνευα | θα κατανεύω | να κατανεύω | κατανεύοντας | |
| β' ενικ. | κατανεύεις | κατάνευες | θα κατανεύεις | να κατανεύεις | κατάνευε | |
| γ' ενικ. | κατανεύει | κατάνευε | θα κατανεύει | να κατανεύει | ||
| α' πληθ. | κατανεύουμε | κατανεύαμε | θα κατανεύουμε | να κατανεύουμε | ||
| β' πληθ. | κατανεύετε | κατανεύατε | θα κατανεύετε | να κατανεύετε | κατανεύετε | |
| γ' πληθ. | κατανεύουν(ε) | κατάνευαν κατανεύαν(ε) |
θα κατανεύουν(ε) | να κατανεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κατάνευσα | θα κατανεύσω | να κατανεύσω | κατανεύσει | ||
| β' ενικ. | κατάνευσες | θα κατανεύσεις | να κατανεύσεις | κατάνευσε | ||
| γ' ενικ. | κατάνευσε | θα κατανεύσει | να κατανεύσει | |||
| α' πληθ. | κατανεύσαμε | θα κατανεύσουμε | να κατανεύσουμε | |||
| β' πληθ. | κατανεύσατε | θα κατανεύσετε | να κατανεύσετε | κατανεύστε | ||
| γ' πληθ. | κατάνευσαν κατανεύσαν(ε) |
θα κατανεύσουν(ε) | να κατανεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κατανεύσει | είχα κατανεύσει | θα έχω κατανεύσει | να έχω κατανεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κατανεύσει | είχες κατανεύσει | θα έχεις κατανεύσει | να έχεις κατανεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κατανεύσει | είχε κατανεύσει | θα έχει κατανεύσει | να έχει κατανεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κατανεύσει | είχαμε κατανεύσει | θα έχουμε κατανεύσει | να έχουμε κατανεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κατανεύσει | είχατε κατανεύσει | θα έχετε κατανεύσει | να έχετε κατανεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κατανεύσει | είχαν κατανεύσει | θα έχουν κατανεύσει | να έχουν κατανεύσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.