καταμέρισις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καταμέρισῐς αἱ καταμερίσεις
      γενική τῆς καταμερίσεως τῶν καταμερίσεων
      δοτική τῇ καταμερίσει ταῖς καταμερίσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν καταμέρισῐν τὰς καταμερίσεις
     κλητική ! καταμέρισῐ καταμερίσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταμερίσει
γεν-δοτ τοῖν  καταμερισέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταμέρισις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καταμερί(ζω) + -σις < κατα- + μερίζω

Ουσιαστικό

καταμέρισις, -εως θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.