κατακλείδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κατακλείδα | οι | κατακλείδες |
| γενική | της | κατακλείδας | των | κατακλείδων |
| αιτιατική | την | κατακλείδα | τις | κατακλείδες |
| κλητική | κατακλείδα | κατακλείδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατακλείδα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κατακλείδα θηλυκό
- οι τελικές φράσεις σε λόγο ή κείμενο, συνήθως συνοπτικές και συμπερασματικές
- (μουσική) καταληκτική μουσική φράση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.