κατάπιμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατάπιμα τα καταπίματα
      γενική του καταπίματος των καταπιμάτων
    αιτιατική το κατάπιμα τα καταπίματα
     κλητική κατάπιμα καταπίματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατάπιμα < καταπίνω + -μα

Ουσιαστικό

κατάπιμα[1] ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.