καστανέα

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καστανέ αἱ καστανέαι
      γενική τῆς καστανέᾱς τῶν καστανεῶν
      δοτική τῇ καστανέ ταῖς καστανέαις
    αιτιατική τὴν καστανέᾱν τὰς καστανέᾱς
     κλητική ! καστανέ καστανέαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καστανέ
γεν-δοτ τοῖν  καστανέαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καστανέα < κάσταν(ον) + -έα

Ουσιαστικό

καστανέα, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  • κάστανος (θηλυκού γένους)

Συγγενικά

  •  δείτε τις λέξεις κάστανον και κάστανα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.