καστανέα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | καστανέᾱ | αἱ | καστανέαι | ||||
| γενική | τῆς | καστανέᾱς | τῶν | καστανεῶν | ||||
| δοτική | τῇ | καστανέᾳ | ταῖς | καστανέαις | ||||
| αιτιατική | τὴν | καστανέᾱν | τὰς | καστανέᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | καστανέᾱ | καστανέαι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καστανέᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | καστανέαιν | ||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- καστανέα < κάσταν(ον) + -έα
- κάστανος (θηλυκού γένους)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις κάστανον και κάστανα
Πηγές
- καστανέα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.