ντουμπλάρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ρήμα
ντουμπλάρω
- αντικαθιστώ, σε κινηματογραφική ταινία, τη φωνή ενός ηθοποιού ή τον ίδιο τον ηθοποιό
- (παρωχημένο) προσθέτω εσωτερικά ένα ύφασμα πιο χοντρό και με μεγαλύτερη αντοχή
- → δείτε φοδράρω
Μεταφράσεις
ντουμπλάρω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.