καρυδόψιχα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καρυδόψιχα | οι | καρυδόψιχες |
| γενική | της | καρυδόψιχας | των | καρυδόψιχων |
| αιτιατική | την | καρυδόψιχα | τις | καρυδόψιχες |
| κλητική | καρυδόψιχα | καρυδόψιχες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

καρυδόψιχα
Ουσιαστικό
καρυδόψιχα θηλυκό
- η ψίχα του καρυδιού
- η αποξηραμένη ψίχα της καρύδας, του καρπού του κοκοφοίνικα
- Σχετικά με την παραγωγή λαδιού από την καρύδα (Cocos nucifera), η ψίχα αρχικά αποξηραίνεται μέχρι η υγρασία να φθάσει 5-7%. Στη συνέχεια από την αποξηραμένη ψίχα (copra) λαμβάνεται το λάδι. Απαιτούνται 5.000 καρύδες για την παραγωγής 1 τόνου copra. Από ένα κιλό αποξηραμένης καρυδόψιχας παραλαμβάνονται 650 γραμμάρια λαδιού. Κύριες παραγωγοί χώρες είναι οι Ινδονησία, Φιλιππίνες, Ινδία και Βραζιλία.[1]
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.