καρνέ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καρνέ < γαλλική carnet < μέση γαλλική quernet < δημώδης λατινική *quaternus < λατινική quaterni < quater < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷetwóres (τέσσερις)
καρνέ με μολύβι

Ουσιαστικό

καρνέ ουδέτερο άκλιτο

  1. μικρό πρόχειρο σημειωματάριο (για τηλέφωνα, διευθύνσεις κ.λπ.)
  2. μπλοκ επιταγών, εισιτηρίων κ.λπ.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.